«Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου, πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει, τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της, ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά, πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;»

Ζωντανός, παρατηρητικός, ευφυής και λυρικός...
...ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, γνωστός στο ευρύ κοινό με το φιλολογικό ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911(φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του)και αποτελεί ένα σημαντικότατο κεφάλαιο στην ποίηση. Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του που ήθελαν να σπουδάσει χημικός, εκείνος εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας και σιγά σιγά, ύστερα κι από παροτρύνσεις του Γιώργου Σαραντάρη(Έλληνας ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της γενιάς του '30),αφήνει τον εσωτερικό του χείμμαρο να ξεχειλίσει.
«Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς; Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ για 'σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς; Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;»
Το 1935,γνωρίζει τον Ανδρέα Εμπειρίκο ο οποίος δηλώνει για τον Ελύτη: «...μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα» ,ενώ ο Εμπειρίκος ήταν αυτός που παρουσίασε για πρώτη φορά τον υπερρεαλισμό, γνώριμο στοιχείο του Ελύτη, στο ελληνικό κοινό. Το 1939 δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο "Προσανατολισμοί" και το 1940 μεταφράζονται για πρώτη φορά ποιήματά σου σε ξένη γλώσσα.
Στον πόλεμο του '40 που ξεσπά κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού και εμπνέεται το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας(«Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα, κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ στο θάνατο - κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί»),την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα.
Το Μάρτιο του 1960, μετά από μια μακριά περίοδο παύσης του εμπλουτισμού των έργων του, εκδίδεται το Άξιον Εστί, το οποίο τέσσερα χρόνια μετά θα μελοποιηθεί από το Μίκη Θεοδωράκη και θα τραγουδηθεί απ' όλη την Ελλάδα. Ποιος δεν έχει τραγουδήσει, ή, έστω, ψιθυρίσει «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου», ή, «ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς. Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους»;
Οι στίχοι του αναδύουν μια αποφασιστική αγάπη για την πατρίδα και μια έντονη ανάγκη υπεράσπισής της στα δεινά. Αναρωτώμενος δημόσια «Τι θα ήταν προτιμότερο; Να προστεθεί ένας πολεμιστής(ο Διονύσιος Σολωμός) στους άλλους ή να γραφτούν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι;», εκείνος "δίνει το αίμα του" μέσα από την ποίηση δωρίζοντας στους Έλληνες την πνευματική μεταλαβιά του θάρρους και της τόλμης.
Αλύγιστα ευαίσθητος γράφει με σιγουριά: «γεγονός είναι ότι όποιος αγοράζει ευαισθησία, μπορεί να χάνει στην τρέχουσα ζωή, αλλά στην παντοτινή μένει πάντοτε κερδισμένος», μια αλήθεια εμπειρική(«οξειδώθηκα μες τη νοτιά των ανθρώπων»)...
Ακολούθησαν πολλές διακρίσεις, μέσα σε αυτές κι εκείνη με το Βραβείο Νόμπελ, αλλά εκείνος δεν εφησυχαζόταν ποτέ· πέρα από το προσωπικό του έργο, έχει ασχοληθεί με μεταφράσεις των Ελυάρ, Λόρκα, Ρεμπώ και άλλους...
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου. Εκεί σπάροι και πέρκες ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια μέδουσες(...). Μονάχα έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου»...
Τη γλώσσα την ελληνική πρέπει να μιλούμε κι εμείς. Γιατί είναι η γλώσσα του ήλιου, της γενναιότητας, της ανθρωπιάς, του ελληνικού πνεύματος και ιδεώδους. Είναι η γλώσσα που μίλησε και δόξασε ο Οδυσσέας Ελύτης κι αυτή που τον συντροφεύει ακόμα...